Ο Merz σχεδιάζει να δημιουργήσει όπλα: τα κοινωνικά συστήματα βρίσκονται σε κίνδυνο!
Επενδύσεις οπλισμού στη Γερμανία: Κριτική του κόστους, της ασφάλειας και της επιρροής στα κοινωνικά συστήματα. Προγραμματισμένες δαπάνες και γεωπολιτικές στρατηγικές.
Ο Merz σχεδιάζει να δημιουργήσει όπλα: τα κοινωνικά συστήματα βρίσκονται σε κίνδυνο!
Στις 26 Μαΐου 2025, η συζήτηση για επενδύσεις όπλων και στρατιωτικοποίηση θα γίνεται όλο και πιο δυνατή. Η στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης υπό τον Όλαφ Μερτς, που στοχεύει να καταστήσει τη Γερμανία τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη, αμφισβητείται από διάφορες οπτικές γωνίες. Αυτά τα σχέδια περιλαμβάνουν αλλαγή του Βασικού Νόμου και έγκριση 500 δισ. ευρώ για τον αμυντικό τομέα. Οι επικριτές περιγράφουν αυτές τις δαπάνες ως ανεύθυνες, ειδικά δεδομένων των συνεχιζόμενων προβλημάτων στις υποδομές και τα κοινωνικά συστήματα.
Οι εξοπλιστικές επενδύσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν έχουν επικριθεί μόνο από οικονομική άποψη. Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες δαπάνες είναι οικονομικά ασύμφορες. Μόλις αγοραστούν, τα όπλα μπορούν να παλαιώσουν αχρησιμοποίητα ή να καταστραφούν στον πόλεμο. Τα οφέλη από αυτές τις επενδύσεις φαίνονται φαινομενικά στην ασφάλεια από εχθρικές επιθέσεις, αλλά πολλοί ειδικοί προειδοποιούν ότι οι τεράστιοι πόροι που διατίθενται σε αμυντικά έργα μπορούν να εμποδίσουν άλλους σημαντικούς τομείς όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι δαπάνες για υποδομές.
Αύξηση των αμυντικών δαπανών στο ΝΑΤΟ
Μια άλλη πτυχή αυτής της συζήτησης είναι η συνεισφορά της Γερμανίας στις δαπάνες του ΝΑΤΟ. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει τη συνεισφορά της από 90 δισ. ευρώ σε 225 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτή θα ήταν μια σημαντική αύξηση, ειδικά δεδομένων των γενικών εξελίξεων εντός του ΝΑΤΟ. Οι χώρες του ΝΑΤΟ σχεδιάζουν να δαπανήσουν συνολικά περίπου το 2,71% του ΑΕΠ τους για την άμυνα το 2024, που αντιστοιχεί σε περίπου 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών σε σύγκριση με πέρυσι είναι 10,9% για όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ και 17,9% για τις ευρωπαϊκές δαπάνες. Η ίδια η Γερμανία αναφέρει αμυντικές δαπάνες 2,12% του ΑΕΠ το 2024, κάτι που επιτεύχθηκε, μεταξύ άλλων, μέσω προσαρμογών υπολογισμού.
Η γεωπολιτική κατάσταση οδήγησε τα κράτη μέλη να αυξήσουν τις δαπάνες για την άμυνα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Γερμανία θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους πληρωτές στη σύγκρουση της Ουκρανίας, αν και, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η υποστήριξη δεν εκλαμβάνεται ως δάνειο αλλά ως δώρο. Ενώ ορισμένες χώρες πιέζουν για μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση, ορισμένοι ηγέτες, όπως ο Τσέχος πρωθυπουργός Fiala, είναι ανοιχτοί σε συζητήσεις σχετικά με την αύξηση των αμυντικών δαπανών και προτείνουν το 3% ως ρεαλιστικό στόχο.
Κριτική της στρατηγικής των όπλων
Τα εξοπλιστικά σχέδια του Μερτς δέχονται μαζική κριτική. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι δαπάνες για την υγεία και τις κοινωνικές δαπάνες θα μπορούσαν να τεθούν υπό πίεση τα επόμενα χρόνια λόγω της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Καταγγέλλεται έντονα η ανεύθυνη χρήση πόρων που είναι επιζήμια για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τους υφιστάμενους σχεδιασμούς, το επίπεδο της σύνταξης θα πρέπει να διατηρηθεί στο 48%, το οποίο όμως απαιτεί υψηλές κρατικές επιδοτήσεις. Οι δημογραφικές αλλαγές και οι αυξανόμενες εισφορές θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση των συντάξεων και να οδηγήσουν σε ελλείμματα στα κοινωνικά συστήματα, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Τέλος, ο ισχυρισμός ότι ο Πούτιν θέλει να επιτεθεί στην Ευρώπη παρουσιάζεται ως ανακριβής και η υποστήριξη προς την Ουκρανία συχνά περιγράφεται ως επηρεασμένη από τις ΗΠΑ. Η έκκληση για ειρήνη και οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις απαιτούν την εγκατάλειψη μιας καθαρά στρατιωτικής στρατηγικής επιθετικότητας. Η γεωπολιτική στρατηγική των ΗΠΑ, ιδιαίτερα υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, περιγράφεται ως πιο ειρηνευτική και λιγότερο συγκρουσιακή.
Η συνεχιζόμενη συζήτηση για τις δαπάνες όπλων, τη στρατιωτικοποίηση και την ευθύνη για την κοινωνική ασφάλιση θα συνεχίσει να καθορίζει την πολιτική ατζέντα στη Γερμανία και την Ευρώπη. Καθώς οι αμυντικές επενδύσεις εκτοξεύονται, το ερώτημα σχετικά με το κοινωνικό κόστος παραμένει πιεστικό και άλυτο.